- άψογος
- -η, -οεπίρρ. -α άμεμπτος, ανεπίληπτος, αψεγάδιαστος: Η στάση του στην υπόθεσή μας ήταν άψογη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄψογος — blameless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άψογος — και άψεγος η, ο (AM ἄψογος, ον) ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτος νεοελλ. 1. αλάθητος 2. καθαρός, διάφανος … Dictionary of Greek
ἀψόγως — ἄψογος blameless adverbial ἄψογος blameless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψογον — ἄψογος blameless masc/fem acc sg ἄψογος blameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψόγου — ἄψογος blameless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀψόγους — ἄψογος blameless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψογα — ἄψογος blameless neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄψογοι — ἄψογος blameless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάψογος — πανάψογος, ον (Μ) καθ όλα άψογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄψογος] … Dictionary of Greek
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek